ἀδρανέστατος

ἀδρανέστατος
-η,-ον A 0-0-0-0-1=1 Wis 13,19
sup. of ἀδρανής; utterly impotent, weak-est; τὸ ἀδρανέστατον ταῖς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῖται he asks strength of a thing the hands of which have no strength; neol.
Cf. LARCHER 1985 785-786; →ADRADOS

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ήκιστος — (I) ἤκιστος, η, ον (Α) [ήκα] (υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.). (II) ἥκιστος, η, ον (Α) 1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”